Κι εκεί που κάθεσαι και το μυαλό σου είναι γεμάτο σκοτούρες, μαύρες σκέψεις, από πού θα βγει το νοίκι, ήρθαν το φως, το νερό, το τηλέφωνο και μιζεριάζεις, λες ξαφνικά ένα άστα διάλο, δίνεις μια και τα γκρεμίζεις όλα, δυο ‘ρχεται η επιφώτηση και αναζητάς τη χαρά της ζωής. Ψάχνεις για τα θηλυκά τα θεότρελα, τα πρόστυχα, τα ξαναμμένα, που φοράνε μόνο τη μάσκα και ολόγυμνα σου κάνουν ναζάκια, μοστράρουν τα στήθια τους, τα καπούλια τους, τους… θάμνους τους και σου λένε πάρτα, δες τα, άναψε, φούντωσε και πάρε φωτιά στις… χούφτες σου, μέχρι να… εκραγείς για την πάρτη μας.