Η νταρντάνα, η γυναικάρα, το μεγάλο το κορμί, αυτό που μετριέται με πήχεις, η φρεγάτα που περπατάει και τρίζουν τα πεζοδρόμια, αυτή, η Kitty Cute, που τα στήθη της δεν χωράνε να ακουμπήσουνε στη σιδερώστρα, εκείνη που το σίδερο παίρνει φωτιά από μόνο του, το θηλυκό που με τα πάχη του, τα κάλλη του, σε στέλνει αδιάβαστο και σε κάνει να θες ν’ απλώσεις το ξερό σου και να χαθεί μέσα στη σάρκα, να ακουμπήσεις το κορμί σου πάνω της και να πάρει φωτιά περισσότερη και από το σίδερο…